μαλλιαρός

μαλλιαρός
-ή, -ό (Μ μαλλιαρός, -ή, -όν)
αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα, δασύτριχος («μαλλιαρός σκύλος»)
νεοελλ.
ως ουσ.
1. παλαιότερη σκωπτική ονομασία για τους οπαδούς τής ακραίας δημοτικής γλώσσας
2. το θηλ. ως ουσ. η μαλλιαρή
α) η ακραία δημοτική γλώσσα
β) μικρή πέτρα ή βότσαλο στα ρηχά νερά πετρώδους ακτής, με την επιφάνεια σκεπασμένη από φύκια ή άλλα είδη τής θαλάσσιας χλωρίδας, που κατά παλαιό έθιμο έφερναν στο σπίτι την Πρωτομαγιά για γούρι
μσν.
(για τόπο) μτφ. αυτός που έχει πυκνή βλάστηση, κατάφυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + κατάλ. -αρός (πρβλ. ανι-αρός). Η λ. αποδόθηκε ως προσωνυμία στους οπαδούς τής ακραίας δημοτικής γλώσσας από το γεγονός ότι οι πρώτοι δημοτικιστές ποιητές είχαν μακριά μαλλιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαλλιαρός — ή, ό 1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, μαλλιά, ο τριχωτός: Μάζεψα από το δρόμο ένα μαλλιαρό σκυλάκι. 2. (ειρων.), οπαδός της δημοτικής γλώσσας (από τα μακριά μαλλιά που άφηναν οι πρώτοι δημοτικιστές ποιητές) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαλλιαρίζω — [μαλλιαρός] είμαι οπαδός τού μαλλιαρισμού, μιμούμαι τις γλωσσικές υπερβολές τών μαλλιαρών …   Dictionary of Greek

  • υπόποκος — ον, Α ο κάπως μαλλιαρός ή ο μαλλιαρός αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πόκος «ακατέργαστο μαλλί προβάτου»] …   Dictionary of Greek

  • έντριχος — ἔντριχος, ον (AM) ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός μσν. αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές» 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη …   Dictionary of Greek

  • αδρομάλλης — μάλλα και μαλλούσα, μάλλικο (συνήθως για ζώα) αυτός που έχει αδρό, πυκνό τρίχωμα ή μαλλιά, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + μαλλί] …   Dictionary of Greek

  • αδρότριχος — η, ο δασύτριχος, μαλλιαρός …   Dictionary of Greek

  • δάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Ανδρωνά, Θεοδότη, Θεόδοτο και Σεβήρο (ή Σαβίνο). Η μνήμη τους τιμάται στις 3 Νοεμβρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε με ξίφος, όπως και ο… …   Dictionary of Greek

  • δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… …   Dictionary of Greek

  • δασύτριχος — η, ο (AM δασύθριξ, Μ και δασύτριχος, ον) όποιος έχει πυκνές τρίχες, μαλλιαρός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. γένος κολεόπτερων εντόμων …   Dictionary of Greek

  • εύθριξ — εὖθριξ και ἐΰθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίο τρίχωμα ή πτέρωμα («ἐΰτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μαλλιαρός, δασύς 3. (για άγκιστρο) αυτός που έχει προσδεθεί με στερεά τριχιά («ἐΰτριχι ἀγκίστρῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρίξ «τρίχα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”